προυποτιθέμενον

προυποτιθέμενον
προυποτιθέμενον , πρό-ὑποτίθημι
place under
pres part mp masc acc sg
προυποτιθέμενον , πρό-ὑποτίθημι
place under
pres part mp neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προϋποτίθημι — ΝΜΑ [ὑποτίθημι] (παθ. γ εν. πρόσ. ενεστ.) προϋποτίθεται έχει τεθεί ως προϋπόθεση, έχει γίνει εκ τών προτέρων δεκτό μσν. αρχ. μέσ. προϋποτίθεμαι παρέχω κάτι ως προϋπόθεση, ως προκαταρκτικό όρο («διὸ δεῑ πολλὰ προϋποτεθεῑσθαι», Αριστοτ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”